προσηλωμένος

προσηλωμένος
[просиломэнос]εκ. (μεταφ.) поглощенный, увлеченный чем-либо,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσηλωμένος" в других словарях:

  • προσηλωμένος — προσηλόω nail perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλώμενος — προσηλόω nail pres part mp masc nom sg (doric aeolic) προσηλόω nail pres part mp masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …   Dictionary of Greek

  • προσηλώνω — προσήλωσα, προσηλώθηκα, προσηλωμένος 1. καρφώνω. 2. μτφ., κατευθύνω κάπου αμετακίνητα κάτι: Προσήλωσε το βλέμμα σ ένα σημείο. 3. το μέσ., προσηλώνομαι προσέχω εντατικά, αφοσιώνομαι κάπου: Είναι προσηλωμένος στις παλιές αντιλήψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …   Dictionary of Greek

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή») 2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου») 3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός… …   Dictionary of Greek

  • ατενής — ές (AM ἀτενής, ές) Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ ένα σημείο II. επίρρ. ατενώς 1. κατευθείαν, μπροστά αρχ. Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος 2. έντονος, ισχυρός 3. ευθύς 4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος 5. άκαμπτος,… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονομανής — ( ούς), ές 1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής 2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία 3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + μανής < μαίνομαι. Η λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»